- φυτευτικός
- -ή, -ό / φυτευτικός, -ή, -όν, ΝΑ [φυτεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτευση2. κατάλληλος για φύτευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτεψη ή το φυτευτή (βλ. λλ.), ο κατάλληλος για φύτεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευτικῶν — φυτευτικός of fem gen pl φυτευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτικαῖς — φυτευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτικοῖς — φυτευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτική — φυτευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)